- παθηματικως
- παθηματικῶςπᾰθημᾰτικῶςстрадательно, пассивно
(τὰ π. ὑποπίπτοντα Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τὰ π. ὑποπίπτοντα Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παθηματικός — παθηματικός, ή, όν (Α) [πάθημα] ο υποκείμενος σε παθήματα, σε παθητικές καταστάσεις («τὸ παθηματικὸν τῆς ψυχῆς μόριον», Ιουλ.). επίρρ... παθηματικῶς (Α) με παθηματικό τρόπο … Dictionary of Greek